πελάτης

πελάτης
ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν
1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι
2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια, δικαιώματα οι οποίοι προέρχονταν ίσως από τον παλαιότατο πληθυσμό τού Λατίου και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε κάποιο ισχυρό άτομο εξασφαλίζοντας τη νομική και οικονομική προστασία του
νεοελλ.
1. ο τακτικός αγοραστής ειδών από κάποιο κατάστημα ή ο τακτικός θαμώνας κέντρου
2. αυτός που παίρνει επί πληρωμή τις υπηρεσίες ατόμου το οποίο ασκεί ελευθέριο επάγγελμα
αρχ.
1. αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά
2. γείτονας
3. αυτός που πλησιάζει κάποιον για να ζητήσει προστασία
4. αυτός που πηγαίνει κοντά σε γυναίκα για να έλθει σε σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă- τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + επίθημα -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελάτης — one who approaches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …   Dictionary of Greek

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”